αθήλιαστος

αθήλιαστος
-η, -ο
[θηλιάζω]
1. αυτός που δεν έχει θηλιές
2. αυτός που δεν περάστηκε από θηλιά
3. που δεν συναρμόστηκε με θηλιές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθήλιαστος, -η — ο και αθέλιαστος, η, ο αυτός που δεν έχει θηλιά ή θηλιές: Σε δυο μεριές η απόχη ήταν αθήλιαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”